- συντολμώ
- -άω, Α [τολμῶ]τολμώ κάτι μαζί με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντλώ — άω, Α συντολμῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τλῶ «υπομένω, τολμώ»] … Dictionary of Greek
συντολμητής — ὁ, Μ [συντολμῶ] αυτός που τολμά κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek